αγγελοκρούω — αγγελόκρουξα, αγγελοκρούστηκα, αγγελοκρουσμένος, αμτβ. 1. αντικρίζω τον άγγελό μου την ώρα του θανάτου, ψυχομαχώ: Δυο μερόνυχτα αγγελοκρουόταν το παλικάρι. 2. δαιμονίζομαι, σεληνιάζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… … Dictionary of Greek
αγγελοκρουσμός — ο [αγγελοκρούω] αιφνίδιος θάνατος … Dictionary of Greek
αγγελοσκιάζω — 1. τρομάζω κάποιον 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια 3. ταράζομαι, τρομάζω 4. σεληνιάζομαι 5. αγγελοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ.… … Dictionary of Greek
αγγελόκρουσμα — το [αγγελοκρούω] 1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο 2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα … Dictionary of Greek
αγγελομαχώ — ( άς, ά), αγγελομάχησα, ίδιας σημασίας με το αγγελοκρούω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)